Φλιάσιος: Difference between revisions
From LSJ
σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />v. [[Φλειάσιος]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Φλιάσιος''': -α, -ον, ὁ [[κάτοικος]] τοῦ Φλιοῦντος, Ἡρόδ. 9. 28, (Φλειάσιοι, Meist.). 2) [[ὄνομα]] μηνός, «Λακεδαιμόνιοι δὲ τῶν μηνῶν ἕνα Φλιάσιον καλοῦσιν, ἐν ᾧ τοὺς τῆς γῆς καρποὺς ἀκμάζειν συμβέβηκεν» Στέφ. Βυζ. ἐν λ. [[Φλιοῦς]]. | |lstext='''Φλιάσιος''': -α, -ον, ὁ [[κάτοικος]] τοῦ Φλιοῦντος, Ἡρόδ. 9. 28, (Φλειάσιοι, Meist.). 2) [[ὄνομα]] μηνός, «Λακεδαιμόνιοι δὲ τῶν μηνῶν ἕνα Φλιάσιον καλοῦσιν, ἐν ᾧ τοὺς τῆς γῆς καρποὺς ἀκμάζειν συμβέβηκεν» Στέφ. Βυζ. ἐν λ. [[Φλιοῦς]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:05, 1 October 2022
French (Bailly abrégé)
α, ον :
v. Φλειάσιος.
Greek (Liddell-Scott)
Φλιάσιος: -α, -ον, ὁ κάτοικος τοῦ Φλιοῦντος, Ἡρόδ. 9. 28, (Φλειάσιοι, Meist.). 2) ὄνομα μηνός, «Λακεδαιμόνιοι δὲ τῶν μηνῶν ἕνα Φλιάσιον καλοῦσιν, ἐν ᾧ τοὺς τῆς γῆς καρποὺς ἀκμάζειν συμβέβηκεν» Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Φλιοῦς.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. Φλοιάσιος.
Russian (Dvoretsky)
Φλῑάσιος:
I v. l. Φλειάσιος 3 флиунтский Xen., Plat.
II v. l. Φλειάσιος ὁ житель или уроженец Флиунта Her., Thuc., Xen.