ξεινίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ceini/zw
|Beta Code=ceini/zw
|Definition=[[ξεινίη]], [[ξεινικός]], [[ξείνιον]], [[ξείνιος]], v. [[ξενίζω]].
|Definition=[[ξεινίη]], [[ξεινικός]], [[ξείνιον]], [[ξείνιος]], v. [[ξενίζω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ξενίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξεινίζω''': ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.
|lstext='''ξεινίζω''': ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ξενίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:46, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξεινίζω Medium diacritics: ξεινίζω Low diacritics: ξεινίζω Capitals: ΞΕΙΝΙΖΩ
Transliteration A: xeinízō Transliteration B: xeinizō Transliteration C: kseinizo Beta Code: ceini/zw

English (LSJ)

ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, v. ξενίζω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ξενίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.

Greek Monolingual

ξεινίζω (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ξενίζω.

Greek Monotonic

ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιος, Ιων. αντί ξεν-.