τράφεν: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>inf. prés. dor. de</i> [[τρέφω]];<br /><i>3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de</i> [[τρέφω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τράφεν''': Αἰολ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ [[τρέφω]], μερόπων ἀνθρώπων..., οἳ [[πρόσθεν]] ἅμα [[τράφεν]] ἠδ’ ἐγένοντο Ἰλ. Α. 251. ΙΙ. Δωρ. ἀπαρ. τοῦ [[τρέφω]], Κρονίδᾳ δὲ [[τράφεν]] Χείρωνι δῶκαν Πινδ. Π. 4. 205.
|lstext='''τράφεν''': Αἰολ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ [[τρέφω]], μερόπων ἀνθρώπων..., οἳ [[πρόσθεν]] ἅμα [[τράφεν]] ἠδ’ ἐγένοντο Ἰλ. Α. 251. ΙΙ. Δωρ. ἀπαρ. τοῦ [[τρέφω]], Κρονίδᾳ δὲ [[τράφεν]] Χείρωνι δῶκαν Πινδ. Π. 4. 205.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. prés. dor. de</i> [[τρέφω]];<br /><i>3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de</i> [[τρέφω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 10:05, 2 October 2022

French (Bailly abrégé)

inf. prés. dor. de τρέφω;
3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de τρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

τράφεν: Αἰολ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ τρέφω, μερόπων ἀνθρώπων..., οἳ πρόσθεν ἅμα τράφεν ἠδ’ ἐγένοντο Ἰλ. Α. 251. ΙΙ. Δωρ. ἀπαρ. τοῦ τρέφω, Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χείρωνι δῶκαν Πινδ. Π. 4. 205.

English (Autenrieth)

see τρέφω.

Greek Monotonic

τράφεν: Αιολ. και Επικ. αντί ἐτράφησαν,
I. γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του τρέφω.
II. Δωρ. αντί τρέφειν, απαρ. του τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

τράφεν:
1) эп.-эол. 3 л. pl. aor. 2 pass. к τρέφω;
2) дор. inf. к τρέφω;
3) дор. 3 л. sing. aor. 2 к τρέφω.