διλοχία: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />milit. [[compañía doble compuesta de dos λόχοι]] Aen.Tact.15.3, Plb.10.23.4, formada por treinta o treinta y dos hombres, Ascl.<i>Tact</i>.2.8, 3.4, Arr.10.1.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />milit. [[compañía doble compuesta de dos λόχοι]] Aen.Tact.15.3, Plb.10.23.4, formada por treinta o treinta y dos hombres, Ascl.<i>Tact</i>.2.8, 3.4, Arr.10.1.
}}
{{elru
|elrutext='''διλοχία:''' ἡ [[двойной лох]] (см. [[λόχος]]) Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[διλοχία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] το οποίο αποτελείται από δύο λόχους<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] με τριανταδύο άντρες.
|mltxt=η (Α [[διλοχία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] το οποίο αποτελείται από δύο λόχους<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] με τριανταδύο άντρες.
}}
{{elru
|elrutext='''διλοχία:''' ἡ [[двойной лох]] (см. [[λόχος]]) Polyb.
}}
}}

Revision as of 12:49, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐλοχία Medium diacritics: διλοχία Low diacritics: διλοχία Capitals: ΔΙΛΟΧΙΑ
Transliteration A: dilochía Transliteration B: dilochia Transliteration C: dilochia Beta Code: diloxi/a

English (LSJ)

ἡ, double company, Aen.Tact. 15.3, Plb.10.23.4; body of thirty-two men, Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact. 10.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
milit. compañía doble compuesta de dos λόχοι Aen.Tact.15.3, Plb.10.23.4, formada por treinta o treinta y dos hombres, Ascl.Tact.2.8, 3.4, Arr.10.1.

Russian (Dvoretsky)

διλοχία:двойной лох (см. λόχος) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

διλοχία: ἡ, διπλοῦς λόχος, Πολύβ. 10. 23, 4· σῶμα ἐκ 32 ἀνδρῶν, Ἀρρ. Τακτ. 10. 1· ― διλοχίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς διλοχίας, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

η (Α διλοχία)
νεοελλ.
στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελείται από δύο λόχους
αρχ.
στρατιωτικό σώμα με τριανταδύο άντρες.