μελητέον: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[μέλω]].
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[μέλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελητέον:''' adj. verb. к [[μέλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελητέον:''' ρημ. επίθ. του [[μέλω]], [[κάτι]] για το οποίο πρέπει να αναληφθεί [[φροντίδα]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''μελητέον:''' ρημ. επίθ. του [[μέλω]], [[κάτι]] για το οποίο πρέπει να αναληφθεί [[φροντίδα]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελητέον:''' adj. verb. к [[μέλω]].
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελητέον Medium diacritics: μελητέον Low diacritics: μελητέον Capitals: ΜΕΛΗΤΕΟΝ
Transliteration A: melētéon Transliteration B: melēteon Transliteration C: meliteon Beta Code: melhte/on

English (LSJ)

one must take thought, τοῦ λανθάνειν Pl. R.365e.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de μέλω.

Russian (Dvoretsky)

μελητέον: adj. verb. к μέλω.

Greek (Liddell-Scott)

μελητέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ φροντίσῃ περί τινος, ἡμῖν οὐ μελητέον τοῦ λαθεῖν Πλάτ. Πολ. 365D.

Greek Monotonic

μελητέον: ρημ. επίθ. του μέλω, κάτι για το οποίο πρέπει να αναληφθεί φροντίδα, τινός, σε Πλάτ.