πολυτοκία: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] ἡ, das Vielgebären, Arist. gen. an. 4, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] ἡ, das Vielgebären, Arist. gen. an. 4, 4.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυτοκία:''' ἡ [[плодовитость]] (τῶν ἀλεκτορίδων Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[πολύτοκος]]<br />η [[ιδιότητα]] του πολυτόκου, το να γεννάει [[κανείς]] [[πολλά]] [[παιδιά]] [[είτε]] σε έναν τοκετό [[είτε]] επανειλημμένως («ὤστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ, μετὰ τὴν πολυτοκίαν ἀπέθανον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ευφορία]], [[γονιμότητα]].
|mltxt=η, ΝΑ [[πολύτοκος]]<br />η [[ιδιότητα]] του πολυτόκου, το να γεννάει [[κανείς]] [[πολλά]] [[παιδιά]] [[είτε]] σε έναν τοκετό [[είτε]] επανειλημμένως («ὤστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ, μετὰ τὴν πολυτοκίαν ἀπέθανον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ευφορία]], [[γονιμότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυτοκία:''' ἡ [[плодовитость]] (τῶν ἀλεκτορίδων Arst.).
}}
}}

Revision as of 15:22, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτοκία Medium diacritics: πολυτοκία Low diacritics: πολυτοκία Capitals: ΠΟΛΥΤΟΚΙΑ
Transliteration A: polytokía Transliteration B: polytokia Transliteration C: polytokia Beta Code: polutoki/a

English (LSJ)

ἡ, fecundity, Arist.GA750a28,771a16.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, das Vielgebären, Arist. gen. an. 4, 4.

Russian (Dvoretsky)

πολυτοκία:плодовитость (τῶν ἀλεκτορίδων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτοκία: τὸ πολλὰ τίκτειν, γονιμότης, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 16., 4. 4, 13.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πολύτοκος
η ιδιότητα του πολυτόκου, το να γεννάει κανείς πολλά παιδιά είτε σε έναν τοκετό είτε επανειλημμένως («ὤστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ, μετὰ τὴν πολυτοκίαν ἀπέθανον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. ευφορία, γονιμότητα.