ἐρασιπλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1017.png Seite 1017]] lockenliebend, schönlockig, Τυρώ Pind. P. 4, 136, Κασσάνδρα Ibyc. 15; sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1017.png Seite 1017]] lockenliebend, schönlockig, Τυρώ Pind. P. 4, 136, Κασσάνδρα Ibyc. 15; sp. D.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρᾰσιπλόκᾰμος:''' [[прелестнокудрый]] ([[Τυρώ]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρασιπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου [[γενεά]]», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[ἐρασιπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου [[γενεά]]», <b>Πίνδ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρᾰσιπλόκᾰμος:''' [[прелестнокудрый]] ([[Τυρώ]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 20:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρᾰσιπλόκᾰμος Medium diacritics: ἐρασιπλόκαμος Low diacritics: ερασιπλόκαμος Capitals: ΕΡΑΣΙΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: erasiplókamos Transliteration B: erasiplokamos Transliteration C: erasiplokamos Beta Code: e)rasiplo/kamos

English (LSJ)

ον, decked with love-locks, Ibyc.9, Pi.P.4.136.

German (Pape)

[Seite 1017] lockenliebend, schönlockig, Τυρώ Pind. P. 4, 136, Κασσάνδρα Ibyc. 15; sp. D.

Russian (Dvoretsky)

ἐρᾰσιπλόκᾰμος: прелестнокудрый (Τυρώ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰσιπλόκᾰμος: -ον, ἔχων ἐπεράστους πλοκάμους, Ἴβυκ. 8, Πινδ. Π. 4. 242.

English (Slater)

ἐρᾰσιπλόκᾰμος, -ον with lovely locks Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου (v. Schr., Pyth. comm., ad loc.) (P. 4.136)

Greek Monolingual

ἐρασιπλόκαμος, -ον (Α)
αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά», Πίνδ.).