ἀθεσμία: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)qesmi/a
|Beta Code=a)qesmi/a
|Definition=ἡ, [[lawlessness]], EM25.7.
|Definition=ἡ, [[lawlessness]], EM25.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[comportamiento contrario a la ley o a la moral]], [[inmoralidad]] (ὁ Χριστός) βεβηλωμένος ἀπὸ ἀθεσμιῶν ἡμῶν Aq. en Eus.<i>Is</i>.53.5, δαίμονες ... πάντα τὰ μέλη τῇ ἀθεσμίᾳ καχλάζειν καὶ κυματοῦσθαι ποιοῦσιν Nil. en Io.D.M.95.1169B, Λώτ ... μεταξὺ τοσαύτης ἀσεβείας καὶ παρανομίας καὶ ἀθεσμίας στρεφόμενος Basil.M.31.1397C.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθεσμία''': ἡ, [[ἀνομία]], Ἐκκλ.
|lstext='''ἀθεσμία''': ἡ, [[ἀνομία]], Ἐκκλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[comportamiento contrario a la ley o a la moral]], [[inmoralidad]] (ὁ Χριστός) βεβηλωμένος ἀπὸ ἀθεσμιῶν ἡμῶν Aq. en Eus.<i>Is</i>.53.5, δαίμονες ... πάντα τὰ μέλη τῇ ἀθεσμίᾳ καχλάζειν καὶ κυματοῦσθαι ποιοῦσιν Nil. en Io.D.M.95.1169B, Λώτ ... μεταξὺ τοσαύτης ἀσεβείας καὶ παρανομίας καὶ ἀθεσμίας στρεφόμενος Basil.M.31.1397C.
}}
}}

Revision as of 16:16, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθεσμία Medium diacritics: ἀθεσμία Low diacritics: αθεσμία Capitals: ΑΘΕΣΜΙΑ
Transliteration A: athesmía Transliteration B: athesmia Transliteration C: athesmia Beta Code: a)qesmi/a

English (LSJ)

ἡ, lawlessness, EM25.7.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
comportamiento contrario a la ley o a la moral, inmoralidad (ὁ Χριστός) βεβηλωμένος ἀπὸ ἀθεσμιῶν ἡμῶν Aq. en Eus.Is.53.5, δαίμονες ... πάντα τὰ μέλη τῇ ἀθεσμίᾳ καχλάζειν καὶ κυματοῦσθαι ποιοῦσιν Nil. en Io.D.M.95.1169B, Λώτ ... μεταξὺ τοσαύτης ἀσεβείας καὶ παρανομίας καὶ ἀθεσμίας στρεφόμενος Basil.M.31.1397C.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθεσμία: ἡ, ἀνομία, Ἐκκλ.