ἡβός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(1ab)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''ἡβός:''' дор. [[ἁβός]], v. l. ἇρος 3 возмужалый, перен. зрелый (ἄμπελοι Theocr.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡβός''': -ή, -όν, Δωρ. ἁβός, = ἡβῶν, Θεόκρ. 5. 109 (ὁ Ahrens ἇβαι) (ἂν καὶ ἡ γραφὴ [[εἶναι]] ἀμφίβ.)· ὁ Δινδ. προτείνει οὔθ’ ἁβὸς (ἀντὶ [[οὔτε]] νεαρὸς) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 702.
|lstext='''ἡβός''': -ή, -όν, Δωρ. ἁβός, = ἡβῶν, Θεόκρ. 5. 109 (ὁ Ahrens ἇβαι) (ἂν καὶ ἡ γραφὴ [[εἶναι]] ἀμφίβ.)· ὁ Δινδ. προτείνει οὔθ’ ἁβὸς (ἀντὶ [[οὔτε]] νεαρὸς) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 702.
Line 4: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡβός:''' -ή, -όν, Δωρ. [[ἁβός]], = <i>ἡβῶν</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἡβός:''' -ή, -όν, Δωρ. [[ἁβός]], = <i>ἡβῶν</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡβός:''' дор. [[ἁβός]], v. l. ἇρος 3 возмужалый, перен. зрелый (ἄμπελοι Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡβός]], ή, όν = ἡβῶν, Theocr.]
|mdlsjtxt=[[ἡβός]], ή, όν = ἡβῶν, Theocr.]
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

ἡβός: дор. ἁβός, v. l. ἇρος 3 возмужалый, перен. зрелый (ἄμπελοι Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡβός: -ή, -όν, Δωρ. ἁβός, = ἡβῶν, Θεόκρ. 5. 109 (ὁ Ahrens ἇβαι) (ἂν καὶ ἡ γραφὴ εἶναι ἀμφίβ.)· ὁ Δινδ. προτείνει οὔθ’ ἁβὸς (ἀντὶ οὔτε νεαρὸς) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 702.

Greek Monotonic

ἡβός: -ή, -όν, Δωρ. ἁβός, = ἡβῶν, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἡβός, ή, όν = ἡβῶν, Theocr.]