ἀλευρότησις: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
(6_8)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλευρότησις''': -εως, ἡ, ([[σήθω]]) [[κόσκινον]] (κοιν. «σῆτα») δι’ [[ἄλευρον]], [[Πολυδ]]. 6. 74, «ᾧ τὰ ἄλευρα διαττῶσιν˙ οἱ δὲ τηλίαν αὐτὸ καλοῦσιν˙ [[ἔνιοι]] δὲ καὶ σηλίαν ὀνομάζουσι καὶ [[κόσκινον]]», Α. Β. 382, «[[τηλία]] εἰς ἣν τὰ ἄλευρα διασήθουσιν», Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ κοσκινισμένον λεπτότατον [[ἄλευρον]], [[ἄχνη]], Σουΐδ.
|lstext='''ἀλευρότησις''': -εως, ἡ, ([[σήθω]]) [[κόσκινον]] (κοιν. «σῆτα») δι’ [[ἄλευρον]], Πολυδ. 6. 74, «ᾧ τὰ ἄλευρα διαττῶσιν˙ οἱ δὲ τηλίαν αὐτὸ καλοῦσιν˙ [[ἔνιοι]] δὲ καὶ σηλίαν ὀνομάζουσι καὶ [[κόσκινον]]», Α. Β. 382, «[[τηλία]] εἰς ἣν τὰ ἄλευρα διασήθουσιν», Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ κοσκινισμένον λεπτότατον [[ἄλευρον]], [[ἄχνη]], Σουΐδ.
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 6 October 2022

German (Pape)

[Seite 93] εως, ἡ, Mehlsieb, nach Poll. 6, 74 aus Linnen gemacht, nach Suid. auch seines Mehl. (Nach den Alten von σήθω.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀλευρότησις: -εως, ἡ, (σήθω) κόσκινον (κοιν. «σῆτα») δι’ ἄλευρον, Πολυδ. 6. 74, «ᾧ τὰ ἄλευρα διαττῶσιν˙ οἱ δὲ τηλίαν αὐτὸ καλοῦσιν˙ ἔνιοι δὲ καὶ σηλίαν ὀνομάζουσι καὶ κόσκινον», Α. Β. 382, «τηλία εἰς ἣν τὰ ἄλευρα διασήθουσιν», Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ κοσκινισμένον λεπτότατον ἄλευρον, ἄχνη, Σουΐδ.