ἀλευρότησις
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
German (Pape)
[Seite 93] εως, ἡ, Mehlsieb, nach Poll. 6, 74 aus Linnen gemacht, nach Suid. auch seines Mehl. (Nach den Alten von σήθω.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀλευρότησις: -εως, ἡ, (σήθω) κόσκινον (κοιν. «σῆτα») δι’ ἄλευρον, Πολυδ. 6. 74, «ᾧ τὰ ἄλευρα διαττῶσιν˙ οἱ δὲ τηλίαν αὐτὸ καλοῦσιν˙ ἔνιοι δὲ καὶ σηλίαν ὀνομάζουσι καὶ κόσκινον», Α. Β. 382, «τηλία εἰς ἣν τὰ ἄλευρα διασήθουσιν», Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ κοσκινισμένον λεπτότατον ἄλευρον, ἄχνη, Σουΐδ.