κενοδοξώ: Difference between revisions

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α κενοδοξῶ, -έω) [[κενόδοξος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ματαιόδοξος]], [[ματαιοδοξώ]]<br /><b>2.</b> επαίρομαι, [[μεγαλαυχώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιφρονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />έχω μάταιη [[πεποίθηση]] («περὶ δὲ τὰς ἀνωφελεῑς εὑρησιλογίας κενοδοξοῦν
|mltxt=(Α κενοδοξῶ, -έω) [[κενόδοξος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ματαιόδοξος]], [[ματαιοδοξώ]]<br /><b>2.</b> επαίρομαι, [[μεγαλαυχώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιφρονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />έχω μάταιη [[πεποίθηση]] («περὶ δὲ τὰς ἀνωφελεῖς εὑρησιλογίας κενοδοξοῦν
τες», <b>Πολ.</b>).
τες», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek Monolingual

(Α κενοδοξῶ, -έω) κενόδοξος
νεοελλ.-μσν.
1. είμαι ματαιόδοξος, ματαιοδοξώ
2. επαίρομαι, μεγαλαυχώ
μσν.
περιφρονώ
αρχ.
έχω μάταιη πεποίθηση («περὶ δὲ τὰς ἀνωφελεῖς εὑρησιλογίας κενοδοξοῦν τες», Πολ.).