ματαιοδοξώ
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
Greek Monolingual
ματαιόδοξος
1. είμαι ματαιόδοξος, υπερηφανεύομαι για ασήμαντα πράγματα
2. επιζητώ μάταιη δόξα.