κυλίνδηση: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(22)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κυλίνδησις]]) [[κυλίνδω]]<br />[[κύλιση]], [[κύλισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συχνή [[συναναστροφή]], συχνή [[φοίτηση]] («καὶ δαπὰνας ἐπαχθεῑς και κυλινδήσεις ἐν γυναίοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνεχής]] [[εξάσκηση]], [[απόκτηση]] εμπειρίας.
|mltxt=η (Α [[κυλίνδησις]]) [[κυλίνδω]]<br />[[κύλιση]], [[κύλισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συχνή [[συναναστροφή]], συχνή [[φοίτηση]] («καὶ δαπὰνας ἐπαχθεῖς και κυλινδήσεις ἐν γυναίοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνεχής]] [[εξάσκηση]], [[απόκτηση]] εμπειρίας.
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek Monolingual

η (Α κυλίνδησις) κυλίνδω
κύλιση, κύλισμα
αρχ.
1. συχνή συναναστροφή, συχνή φοίτηση («καὶ δαπὰνας ἐπαχθεῖς και κυλινδήσεις ἐν γυναίοις», Πλούτ.)
2. συνεχής εξάσκηση, απόκτηση εμπειρίας.