λοίσθων: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(23)
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοίσθων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λοίσθωνας]]<br />τοὺς ἀκρατεῑς περὶ τὰ ἀφροδίσια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. παρ. του <i>λοῑσθος</i> (I)].
|mltxt=[[λοίσθων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λοίσθωνας]]<br />τοὺς ἀκρατεῖς περὶ τὰ ἀφροδίσια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. παρ. του <i>λοῑσθος</i> (I)].
}}
}}

Revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek (Liddell-Scott)

λοίσθων: -ωνος, ὁ, ὁ ἀκρατὴς περὶ τὰ ἀφροδίσια, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λοίσθων, -ωνος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λοίσθωνας
τοὺς ἀκρατεῖς περὶ τὰ ἀφροδίσια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ. του λοῑσθος (I)].