καλλιγραφώ: Difference between revisions
From LSJ
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM καλλιγραφῶ, -έω) [[καλλιγράφος]]<br />έχω [[ωραίο]] γραφικό χαρακτήρα, [[είμαι]] [[καλλιγράφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] με [[γλαφυρότητα]] ύφους<br /><b>2.</b> [[βάφω]] προσεχτικά το [[πρόσωπο]] («τὸ [[πρόσωπον]] περιχρίει, ἐπεντρίβει, | |mltxt=(AM καλλιγραφῶ, -έω) [[καλλιγράφος]]<br />έχω [[ωραίο]] γραφικό χαρακτήρα, [[είμαι]] [[καλλιγράφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] με [[γλαφυρότητα]] ύφους<br /><b>2.</b> [[βάφω]] προσεχτικά το [[πρόσωπο]] («τὸ [[πρόσωπον]] περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῖ, φύκει πυρσαίνει», <b>Πολυδ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
(AM καλλιγραφῶ, -έω) καλλιγράφος
έχω ωραίο γραφικό χαρακτήρα, είμαι καλλιγράφος
αρχ.
1. γράφω με γλαφυρότητα ύφους
2. βάφω προσεχτικά το πρόσωπο («τὸ πρόσωπον περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῖ, φύκει πυρσαίνει», Πολυδ.).