υφέλκω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - " »" to "»")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ὑφελκύω Α [[ἕλκω]] / [[ἑλκύω]]]<br /><b>1.</b> [[έλκω]] [[κάτι]] με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ' ὕφελκε ποδοῑιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έλκω]] [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] μου με υπόγεια [[εκσκαφή]] («ὑφεῑλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ὑφέλκων</i><br />[[ολισθηρός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὑφέλκομαι περσικάς»<br />(ενν. [[ἐμβάδας]]) [[φορώ]] περσικές παντόφλες (<b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=και ὑφελκύω Α [[ἕλκω]] / [[ἑλκύω]]]<br /><b>1.</b> [[έλκω]] [[κάτι]] με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ' ὕφελκε ποδοῑιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έλκω]] [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] μου με υπόγεια [[εκσκαφή]] («ὑφεῖλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ὑφέλκων</i><br />[[ολισθηρός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὑφέλκομαι περσικάς»<br />(ενν. [[ἐμβάδας]]) [[φορώ]] περσικές παντόφλες (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 09:55, 13 October 2022

Greek Monolingual

και ὑφελκύω Α ἕλκω / ἑλκύω]
1. έλκω κάτι με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ' ὕφελκε ποδοῑιν», Ομ. Ιλ.)
2. έλκω κάτι προς το μέρος μου με υπόγεια εκσκαφή («ὑφεῖλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῦν», Θουκ.)
3. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) ὑφέλκων
ολισθηρός
4. φρ. «ὑφέλκομαι περσικάς»
(ενν. ἐμβάδας) φορώ περσικές παντόφλες (Αριστοφ.).