ωοτοκώ: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ [[ωοτόκος]]<br /><b>(αμτβ.)</b> (για ζώο) α) [[γεννώ]] αβγά<br />β) [[είμαι]] [[ωοτόκος]], αναπαράγομαι με [[ωοτοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) [[παράγω]] σπόρο<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ ᾠοτοκοῦντα</i><br />τα ωοτόκα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ᾠοτοκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />γεννιέμαι όπως το [[αβγό]] («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς [[ἄνθρωπος]], τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ [[ωοτόκος]]<br /><b>(αμτβ.)</b> (για ζώο) α) [[γεννώ]] αβγά<br />β) [[είμαι]] [[ωοτόκος]], αναπαράγομαι με [[ωοτοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) [[παράγω]] σπόρο<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ ᾠοτοκοῦντα</i><br />τα ωοτόκα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ᾠοτοκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />γεννιέμαι όπως το [[αβγό]] («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῖται, ὡς [[ἄνθρωπος]], τὰ δ' ᾠοτοκεῖται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 13 October 2022

Greek Monolingual

ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ ωοτόκος
(αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγά
β) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκία
αρχ.
1. (για φυτό) παράγω σπόρο
2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῦντα
τα ωοτόκα
3. παθ. ᾠοτοκοῦμαι, -έομαι
γεννιέμαι όπως το αβγό («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῖται, ὡς ἄνθρωπος, τὰ δ' ᾠοτοκεῖται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).