αδικαιολόγητος: Difference between revisions

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
(1)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδικαιολόγητος]], -ον) [[δικαιολογῶ]]<br />αυτός που δεν δικαιολογήθηκε ή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν δικαιολογίες, που δεν μπορεί να τον δικαιολογήσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> ο [[ασυγχώρητος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδικαιολόγητος]], -ον) [[δικαιολογῶ]]<br />αυτός που δεν δικαιολογήθηκε ή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν δικαιολογίες, που δεν μπορεί να τον δικαιολογήσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> ο [[ασυγχώρητος]].
}}
{{trml
|trtx====inexcusable===
Catalan: inexcusable; Czech: neomluvitelný; Danish: utilgivelig; Finnish: anteeksiantamaton; French: [[inexcusable]]; Galician: inescusable, inescusábel; German: [[unentschuldbar]]; Greek: [[αδικαιολόγητος]]; Ancient Greek: [[ἀναπολόγητος]]; Hungarian: megbocsáthatatlan; Irish: doleithscéil; Italian: [[inescusabile]]; Latin: [[inexcusabilis]]; Polish: niewybaczalny; Portuguese: [[inescusável]], [[indesculpável]]; Spanish: [[inexcusable]]; Welsh: anesgusodol
}}
}}

Revision as of 08:21, 18 October 2022

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδικαιολόγητος, -ον) δικαιολογῶ
αυτός που δεν δικαιολογήθηκε ή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί
νεοελλ.
1. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν δικαιολογίες, που δεν μπορεί να τον δικαιολογήσει κανείς
2. ο ασυγχώρητος.

Translations

inexcusable

Catalan: inexcusable; Czech: neomluvitelný; Danish: utilgivelig; Finnish: anteeksiantamaton; French: inexcusable; Galician: inescusable, inescusábel; German: unentschuldbar; Greek: αδικαιολόγητος; Ancient Greek: ἀναπολόγητος; Hungarian: megbocsáthatatlan; Irish: doleithscéil; Italian: inescusabile; Latin: inexcusabilis; Polish: niewybaczalny; Portuguese: inescusável, indesculpável; Spanish: inexcusable; Welsh: anesgusodol