διλοχία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=δῐλοχίᾱ
|Full diacritics=δῐλοχῐ́ᾱ
|Medium diacritics=διλοχία
|Medium diacritics=διλοχία
|Low diacritics=διλοχία
|Low diacritics=διλοχία

Revision as of 11:34, 10 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐλοχῐ́ᾱ Medium diacritics: διλοχία Low diacritics: διλοχία Capitals: ΔΙΛΟΧΙΑ
Transliteration A: dilochía Transliteration B: dilochia Transliteration C: dilochia Beta Code: diloxi/a

English (LSJ)

ἡ, double company, Aen.Tact. 15.3, Plb.10.23.4; body of thirty-two men, Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact. 10.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
milit. compañía doble compuesta de dos λόχοι Aen.Tact.15.3, Plb.10.23.4, formada por treinta o treinta y dos hombres, Ascl.Tact.2.8, 3.4, Arr.10.1.

Russian (Dvoretsky)

διλοχία:двойной лох (см. λόχος) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

διλοχία: ἡ, διπλοῦς λόχος, Πολύβ. 10. 23, 4· σῶμα ἐκ 32 ἀνδρῶν, Ἀρρ. Τακτ. 10. 1· ― διλοχίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς διλοχίας, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

η (Α διλοχία)
νεοελλ.
στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελείται από δύο λόχους
αρχ.
στρατιωτικό σώμα με τριανταδύο άντρες.