Κελτός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(20)
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />Celte ; [[οἱ]] Κελτοί les Celtes.
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />Celte ; οἱ Κελτοί les Celtes.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Κελτός]], -ή και [[Κελτίς]], -όν (Α)<br />(<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ [[Κελτοί]]<br /><b>βλ.</b> [[Κέλτες]].
|mltxt=[[Κελτός]], -ή και [[Κελτίς]], -όν (Α)<br />(<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ [[Κελτοί]]<br /><b>βλ.</b> [[Κέλτες]].
}}
}}

Latest revision as of 21:20, 11 November 2022

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
Celte ; οἱ Κελτοί les Celtes.

Greek Monolingual

Κελτός, -ή και Κελτίς, -όν (Α)
(το αρσ. στον πληθ.) οἱ Κελτοί
βλ. Κέλτες.