μακτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μακτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[μάκτρα]]» <br />β) «[[διφθέρα]]» <br />γ) «[[μακτρισμός]], [[σχῆμα]] ὀρχήστρας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μακ</i>- του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>]. | |mltxt=[[μακτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[μάκτρα]]» <br />β) «[[διφθέρα]]» <br />γ) «[[μακτρισμός]], [[σχῆμα]] ὀρχήστρας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μακ</i>- του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ῆρος, ὁ, <i>der [[Knetende]]</i>, nach Hesych. auch = [[μάκτρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 24 November 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, expld. by Hsch. in three senses: I = μάκτρα. II = διφθέρα. III = μακτρισμός.
Greek (Liddell-Scott)
μακτήρ: ῆρος, ὁ, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. ὑπὸ τρεῖς σημασίας: Ι. = κάρδοπος (μάκτρα). ΙΙ. = διφθέρα. ΙΙΙ. = ὀρχήσεως σχῆμα (μακτρισμός).
Greek Monolingual
μακτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) α) «μάκτρα»
β) «διφθέρα»
γ) «μακτρισμός, σχῆμα ὀρχήστρας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ- του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα -τήρ].