μυητής: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(26) |
m (pape replacement) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυητής]], ὁ (Μ) [[μυώ]]<br />αυτός που μυεί κάποιον σε μυστική [[τελετή]] ή [[εταιρεία]], ο [[μύστης]], ο [[μυσταγωγός]]. | |mltxt=[[μυητής]], ὁ (Μ) [[μυώ]]<br />αυτός που μυεί κάποιον σε μυστική [[τελετή]] ή [[εταιρεία]], ο [[μύστης]], ο [[μυσταγωγός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Einweihende]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:36, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
μυητής: ὁ, ὁ μυῶν, μύστης, μυσταγωγός, Θ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 6, σ. 531.
Greek Monolingual
μυητής, ὁ (Μ) μυώ
αυτός που μυεί κάποιον σε μυστική τελετή ή εταιρεία, ο μύστης, ο μυσταγωγός.
German (Pape)
ὁ, der Einweihende, Sp.