μαργέλλια: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(6_21)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαργέλλια''': τά, [[εἶδος]] φοινικοδένδρου ἢ ὁ [[καρπὸς]] [[αὐτοῦ]], [[ἴσως]] τὸ κοκκοκάρυον (ἐν τῇ Σανσκρ. nârikêla, Περσ. nargel), Κοσμᾶς [[Ἰνδικοπλεύστης]] κεφ. 9, [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. ἀργέλλια· - ὁ Πλίν. καλεῖ τὰ δένδρα μαργηλίδας.
|lstext='''μαργέλλια''': τά, [[εἶδος]] φοινικοδένδρου ἢ ὁ [[καρπὸς]] [[αὐτοῦ]], [[ἴσως]] τὸ κοκκοκάρυον (ἐν τῇ Σανσκρ. nârikêla, Περσ. nargel), Κοσμᾶς [[Ἰνδικοπλεύστης]] κεφ. 9, [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. ἀργέλλια· - ὁ Πλίν. καλεῖ τὰ δένδρα μαργηλίδας.
}}
{{pape
|ptext=(ἀργέλλια scheint falsche Lesart), τά, auch μαργήλιδες, αἱ, <i>eine [[Palmenart]]</i>, oder ihre (der [[Perle]] ähnliche) [[Frucht]], [[wahrscheinlich]] <i>die maldivische Nuß, die [[persisch]] Nargel</i> heißt, Cosm.Indopl.
}}
}}

Latest revision as of 16:49, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

μαργέλλια: τά, εἶδος φοινικοδένδρου ἢ ὁ καρπὸς αὐτοῦ, ἴσως τὸ κοκκοκάρυον (ἐν τῇ Σανσκρ. nârikêla, Περσ. nargel), Κοσμᾶς Ἰνδικοπλεύστης κεφ. 9, μετὰ διαφόρ. γραφ. ἀργέλλια· - ὁ Πλίν. καλεῖ τὰ δένδρα μαργηλίδας.

German (Pape)

(ἀργέλλια scheint falsche Lesart), τά, auch μαργήλιδες, αἱ, eine Palmenart, oder ihre (der Perle ähnliche) Frucht, wahrscheinlich die maldivische Nuß, die persisch Nargel heißt, Cosm.Indopl.