κρεμαστήρ: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρεμαστήρ''': -ῆρος, ὁ, ὁ κρεμῶν, ὁ ἐξ οὗ κρέματαί τις, οἱ κρεμαστῆρες, οἱ μύες δι’ ὧν οἱ ὄρχεις κρέμανται, Γαλην. 4. 264, Πολυδ. Β΄, 173. ΙΙ. = ταρσὸς Ι, Εὐστ. 1625. 14. | |lstext='''κρεμαστήρ''': -ῆρος, ὁ, ὁ κρεμῶν, ὁ ἐξ οὗ κρέματαί τις, οἱ κρεμαστῆρες, οἱ μύες δι’ ὧν οἱ ὄρχεις κρέμανται, Γαλην. 4. 264, Πολυδ. Β΄, 173. ΙΙ. = ταρσὸς Ι, Εὐστ. 1625. 14. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ῆρος, ὁ, <i>der [[Aufhängende]]</i>, Sp. Bei den Ärzten <i>der [[Muskel]], der die Testikeln nach [[oben]] zieht</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 24 November 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A suspender: οἱ κρεμαστῆρες the muscle by which the testicles are suspended, Gal.4.635, 18(2).998, Poll.2.173; = ὄρχεις, PLips.42.19 (iv A. D.), Hippiatr.30; but, vasa deferentia, Ruf.Onom.197, Sat.Gon.10, Paul.Aeg.6.61; a supposed muscle suspending the ovaries, Sor.1.12. 2 stalk by which a grape-cluster hangs, Gp.5.2.11, 5.17.5. II = ταρσός 1, Eust. 1625.14.
Greek (Liddell-Scott)
κρεμαστήρ: -ῆρος, ὁ, ὁ κρεμῶν, ὁ ἐξ οὗ κρέματαί τις, οἱ κρεμαστῆρες, οἱ μύες δι’ ὧν οἱ ὄρχεις κρέμανται, Γαλην. 4. 264, Πολυδ. Β΄, 173. ΙΙ. = ταρσὸς Ι, Εὐστ. 1625. 14.
German (Pape)
ῆρος, ὁ, der Aufhängende, Sp. Bei den Ärzten der Muskel, der die Testikeln nach oben zieht.