ἐξάρθρημα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐξάρθρημα]]) [[εξαρθρώ]]<br />[[εξάρθρωση]].
|mltxt=το (Α [[ἐξάρθρημα]]) [[εξαρθρώ]]<br />[[εξάρθρωση]].
}}
{{pape
|ptext=Hippocr. = [[ἐξάρθρωμα]].
}}
}}

Revision as of 16:55, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρθρημα Medium diacritics: ἐξάρθρημα Low diacritics: εξάρθρημα Capitals: ΕΞΑΡΘΡΗΜΑ
Transliteration A: exárthrēma Transliteration B: exarthrēma Transliteration C: eksarthrima Beta Code: e)ca/rqrhma

English (LSJ)

ατος, τό, dislocation, ib.58, Gal.6.876.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. dislocación ἤν γέ τι τοιοῦτον αὐτοὺς ἐ. καταλάβῃ Hp.Art.12, cf. 59, διακριτέον ... τὸ ἐ. δὲ ἀκίνητον εἶναι μέχρι τῆς διαστάσεως Sor.Fract.12, κἂν ... ἀνίατον ἐ. μείνῃ Gal.4.364, plu. (φλεγμονή) ἐξαρθρήμασί τε καὶ κατάγμασι ... ἐπιγίγνεται Gal.11.73, cf. 17(2).265, 18(2).867, Orib.49.14.11, Paul.Aeg.6.111.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρθρημα: τό, ἐκτοπισμὸς ὀστοῦ, «στραγγούλισμα», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, προσέτι ἐξάρθρησις, εως, ἡ, αὐτόθι 821.

Greek Monolingual

το (Α ἐξάρθρημα) εξαρθρώ
εξάρθρωση.

German (Pape)

Hippocr. = ἐξάρθρωμα.