πανδαίσιον: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(30)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Α<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) «[[πανδαισία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[πανδαισία]], με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=το, Α<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) «[[πανδαισία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[πανδαισία]], με [[αλλαγή]] γένους].
}}
{{pape
|ptext=τό, = [[πανδαισία]], πανδαίσια λόγων, Agath. proœm. <i>Anth</i>. 2.
}}
}}

Latest revision as of 17:02, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

πανδαίσιον: τό, ἴδε πανδαισία.

Greek Monolingual

το, Α
(κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «πανδαισία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πανδαισία, με αλλαγή γένους].

German (Pape)

τό, = πανδαισία, πανδαίσια λόγων, Agath. proœm. Anth. 2.