καλοΰφαντος: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=καλοΰφαντος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει υφανθεί καλά, καλοϋφασμένος. | |mltxt=καλοΰφαντος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει υφανθεί καλά, καλοϋφασμένος. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[schön]] [[gewebt]], Schol. Soph. Tr</i>. 603. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:03, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῠ], ον, beautifully woven, Sch.rec.S.Tr.602.
Greek (Liddell-Scott)
καλοΰφαντος: -ον, καλῶς ὑφασμένος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 603, Σουΐδ. ἐν λ. εὐήτριον.
Greek Monolingual
καλοΰφαντος, -ον (Α)
αυτός που έχει υφανθεί καλά, καλοϋφασμένος.