τυραννόφρων: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(42)
m (pape replacement)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. τυρανόφρονας, η, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οπαδός]] τυραννικού πολιτεύματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει τυραννικά φρονήματα ή τυραννικές διαθέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύραννος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>γυναικό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=-ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. τυρανόφρονας, η, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οπαδός]] τυραννικού πολιτεύματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει τυραννικά φρονήματα ή τυραννικές διαθέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύραννος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>γυναικό</i>-<i>φρων</i>].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, ἡ, <i>[[tyrannisch]] [[gesinnt]], tyrannisches [[Sinnes]]</i>, Dio Chrysost.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρονήματα ἢ διαθέσεις τυραννικάς, Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 533, ἔκδ. Παρισ.

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. τυρανόφρονας, η, Ν
νεοελλ.
οπαδός τυραννικού πολιτεύματος
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τυραννικά φρονήματα ή τυραννικές διαθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικό-φρων].

German (Pape)

ὁ, ἡ, tyrannisch gesinnt, tyrannisches Sinnes, Dio Chrysost.