καλινδοῦμαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
(CSV import)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
 
Line 1: Line 1:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=κυλιέμαι, ἀσχολοῦμαι [[συνέχεια]] μέ κάτι). Ἀντί κυλινδοῦμαι ([[κυλίω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.<br><b>Παράγωγα:</b> [[καλινδήθρα]] (=[[μέρος]] ὅπου κυλιόνταν τά ἄλογα [[μετά]] τή γύμναση), [[καλίνδησις]].
|mantxt=(=[[κυλιέμαι]], ἀσχολοῦμαι [[συνέχεια]] μέ κάτι). Ἀντί κυλινδοῦμαι ([[κυλίω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.<br><b>Παράγωγα:</b> [[καλινδήθρα]] (=[[μέρος]] ὅπου κυλιόνταν τά ἄλογα [[μετά]] τή γύμναση), [[καλίνδησις]].
}}
}}

Latest revision as of 12:46, 29 November 2022

Mantoulidis Etymological

(=κυλιέμαι, ἀσχολοῦμαι συνέχεια μέ κάτι). Ἀντί κυλινδοῦμαι (κυλίω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παράγωγα: καλινδήθρα (=μέρος ὅπου κυλιόνταν τά ἄλογα μετά τή γύμναση), καλίνδησις.