ἅρπυιαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ἁρπάχτες]], [[θύελλες]], ἀνεμοστρόβιλοι). Ἀπό τό [[ἁρπάζω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[ἁρπάχτες]], [[θύελλες]], [[ἀνεμοστρόβιλοι]]). Ἀπό τό [[ἁρπάζω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:53, 29 November 2022
German (Pape)
[Seite 359] αἱ, die Raubenden, s. Nom. propr.
Mantoulidis Etymological
(=ἁρπάχτες, θύελλες, ἀνεμοστρόβιλοι). Ἀπό τό ἁρπάζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.