κορυβαντώδης: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κορυβαντώδης -ες [Κορύβας, εἶδος] als een Corybant. | |elnltext=κορυβαντώδης -ες [Κορύβας, εἶδος] [[als een Corybant]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
ες, Corybant-like, frantic, Luc. JTr. 30.
Greek Monolingual
κορυβαντώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με Κορύβαντα, μανιώδης, έξαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κορύβας, -αντ-ος + κατάλ. -ώδης].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυβαντώδης -ες [Κορύβας, εἶδος] als een Corybant.