ἡμίτομον: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(1ab)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡμίτομον:''' (ῐ) τό половина (τοῦ ποδός Her.): τὰ ἡμίτομα διαθεῖναι Her. разложить (разрубленные) половины.
|elrutext='''ἡμίτομον:''' (ῐ) τό [[половина]] (τοῦ ποδός Her.): τὰ ἡμίτομα διαθεῖναι Her. разложить (разрубленные) половины.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡμίτομον, ου, τό,<br />a [[half]], Hdt.
|mdlsjtxt=ἡμίτομον, ου, τό,<br />a [[half]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 30 November 2022

Russian (Dvoretsky)

ἡμίτομον: (ῐ) τό половина (τοῦ ποδός Her.): τὰ ἡμίτομα διαθεῖναι Her. разложить (разрубленные) половины.

Middle Liddell

ἡμίτομον, ου, τό,
a half, Hdt.