εὐχρήστημα: Difference between revisions
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=eu)xrh/sthma | |Beta Code=eu)xrh/sthma | ||
|Definition=ατος, τό, [[advantage received]], Stoic.3.23. | |Definition=ατος, τό, [[advantage received]], Stoic.3.23. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>der [[Nutzen]], [[Vorteil]]</i>, plur., Cic. <i>Fin</i>. 3.21. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐχρήστημα]], τὸ (Α) [[ευχρηστώ]]<br />[[κέρδος]], [[ωφέλεια]] που λαμβάνεται από κάποιο [[πράγμα]]. | |mltxt=[[εὐχρήστημα]], τὸ (Α) [[ευχρηστώ]]<br />[[κέρδος]], [[ωφέλεια]] που λαμβάνεται από κάποιο [[πράγμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 30 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, advantage received, Stoic.3.23.
German (Pape)
τό, der Nutzen, Vorteil, plur., Cic. Fin. 3.21.
Russian (Dvoretsky)
εὐχρήστημα: ατος τό польза, выгода Cic.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχρήστημα: τό, λαμβανομένη ὠφέλεια, Κικ. Fin. 3. 21.
Greek Monolingual
εὐχρήστημα, τὸ (Α) ευχρηστώ
κέρδος, ωφέλεια που λαμβάνεται από κάποιο πράγμα.