alimentar: Difference between revisions
From LSJ
Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[βοράζω]], [[ἀποβοσκέω]], [[ἀμαλθεύω]], [[ἐντρέφω]], [[γηροτροφέω]], [[γηροβοσκέω]], [[ἀντιδειπνίζομαι]], [[ἀντεκτρέφω]], [[διεκτρέφω]], [[ἐκτιθηνέομαι]], [[ἀποτρέφω]], [[βόσκω]], [[ἀναφύω]], [[ἐκτρέφω]], [[διαβόσκω]], [[διατρέφω]], [[διάγω]] | |sltx=[[βοράζω]], [[ἀποβοσκέω]], [[ἀμαλθεύω]], [[ἐντρέφω]], [[γηροτροφέω]], [[γηροβοσκέω]], [[ἀντιδειπνίζομαι]], [[ἀντεκτρέφω]], [[διεκτρέφω]], [[ἐκτιθηνέομαι]], [[ἀποτρέφω]], [[βόσκω]], [[ἀναφύω]], [[ἐκτρέφω]], [[διαβόσκω]], [[διατρέφω]], [[διάγω]], [[τρέφω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 7 December 2022
Spanish > Greek
βοράζω, ἀποβοσκέω, ἀμαλθεύω, ἐντρέφω, γηροτροφέω, γηροβοσκέω, ἀντιδειπνίζομαι, ἀντεκτρέφω, διεκτρέφω, ἐκτιθηνέομαι, ἀποτρέφω, βόσκω, ἀναφύω, ἐκτρέφω, διαβόσκω, διατρέφω, διάγω, τρέφω