Ἀδώνιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἀδώνιος''': ὁ, σπάν. [[τύπος]] τοῦ [[Ἄδωνις]], Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 188, Πλούτ. 2. 206C. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. -ος, -ον, τοῦ Ἀδώνιδος· [[ὅθεν]]: 1) Ἀδώνιον, τό, [[ἄγαλμα]] [[αὐτοῦ]] φερόμενον κατὰ τὰ [[Ἀδώνια]], Σουΐδ. 2) (ἐν λ. [[μέτρον]]) [[εἶδος]] στίχου συγκειμένου ἐκ δακτύλου καὶ σπονδείου, Ἕρμαν. El. Metr. 715.
|lstext='''Ἀδώνιος''': ὁ, σπάν. [[τύπος]] τοῦ [[Ἄδωνις]], Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 188, Πλούτ. 2. 206C. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. -ος, -ον, τοῦ Ἀδώνιδος· [[ὅθεν]]: 1) Ἀδώνιον, τό, [[ἄγαλμα]] αὐτοῦ φερόμενον κατὰ τὰ [[Ἀδώνια]], Σουΐδ. 2) (ἐν λ. [[μέτρον]]) [[εἶδος]] στίχου συγκειμένου ἐκ δακτύλου καὶ σπονδείου, Ἕρμαν. El. Metr. 715.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Ἀδώνιος:''' <b class="num">II</b> ὁ стих. адонисов стих (­– ∪ ∪ / – –).<br />адонисов Plut.
|elrutext='''Ἀδώνιος:''' <b class="num">II</b> ὁ стих. адонисов стих (­– ∪ ∪ / – –).<br />адонисов Plut.
}}
}}

Revision as of 19:37, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀδώνιος Medium diacritics: Ἀδώνιος Low diacritics: Αδώνιος Capitals: ΑΔΩΝΙΟΣ
Transliteration A: Adṓnios Transliteration B: Adōnios Transliteration C: Adonios Beta Code: *)adw/nios

English (LSJ)

ὁ, rare form of Ἄδωνις, Plu.2.756c. II as adjective, ος, ον, of Adonis:—hence Ἀδώνιον, τό, a statue of Adonis borne in the Adonia, Suid. 2 (sub. μέτρον) a kind of verse, consisting of a dactyl and spondee, Sacerd.p.516 K. 3 = Ἄδωνις III, Plin.HN21.60.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 Adonis Sapph.117B, Ar.Fr.759, Cratin.404, Pherecr.213, Pl.Com.4, Suppl.Mag.63.8.
2 Adonio n. de mes en Nacona IGDS 206.2, 9 (III a.C.) (cf. Ἀδωνιών).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'Adonis ; τὰ Ἀδώνια fêtes d'Adonis.
Étymologie: Ἄδωνις.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀδώνιος: ὁ, σπάν. τύπος τοῦ Ἄδωνις, Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 188, Πλούτ. 2. 206C. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. -ος, -ον, τοῦ Ἀδώνιδος· ὅθεν: 1) Ἀδώνιον, τό, ἄγαλμα αὐτοῦ φερόμενον κατὰ τὰ Ἀδώνια, Σουΐδ. 2) (ἐν λ. μέτρον) εἶδος στίχου συγκειμένου ἐκ δακτύλου καὶ σπονδείου, Ἕρμαν. El. Metr. 715.

Russian (Dvoretsky)

Ἀδώνιος: II ὁ стих. адонисов стих (­– ∪ ∪ / – –).
адонисов Plut.