σιδήρωμα: Difference between revisions
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, ΝΜΑ [[σιδηρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το σιδέρωμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b> | |mltxt=τὸ, ΝΜΑ [[σιδηρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το σιδέρωμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>ιδίως στον πληθ.</b>) <i>τὰ σιδηρώματα</i><br />σιδερένια αντικείμενα, σκεύη ή εργαλεία («μηχανὴ ἑξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ ἐξαρτίᾳ καὶ σιδηρώμασιν», πάπ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 8 March 2023
English (LSJ)
ατος, τό, in plural, iron fittings, PFlor.325.11 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 880] τό, Eisenarbeit, eisernes Werkzeug, Geräth, Gefäß, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδήρωμα: τό, σιδηρᾶ ἀντικείμενα, Νικήτ. Εὐγεν. 8. 96.
Greek Monolingual
τὸ, ΝΜΑ σιδηρῶ
νεοελλ.
το σιδέρωμα
μσν.-αρχ.
(ιδίως στον πληθ.) τὰ σιδηρώματα
σιδερένια αντικείμενα, σκεύη ή εργαλεία («μηχανὴ ἑξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ ἐξαρτίᾳ καὶ σιδηρώμασιν», πάπ.).