μελισσόρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελισσόρρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ρέει ή στάζει από τις μέλισσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>) [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μελισσόρρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ρέει ή στάζει από τις μέλισσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>) [[πρβλ]]. [[μελίρρυτος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:45, 8 May 2023
Greek Monolingual
μελισσόρρυτος, -ον (Α)
αυτός που ρέει ή στάζει από τις μέλισσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + ῥυτός (< ῥέω) πρβλ. μελίρρυτος].