μελισσόρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελισσόρρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ρέει ή στάζει από τις μέλισσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>) [[πρβλ]]. <i>μελί</i>-<i>ρρυτος</i>].
|mltxt=[[μελισσόρρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ρέει ή στάζει από τις μέλισσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>) [[πρβλ]]. [[μελίρρυτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

μελισσόρρυτος, -ον (Α)
αυτός που ρέει ή στάζει από τις μέλισσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + ῥυτός (< ῥέω) πρβλ. μελίρρυτος].