φλοιώτις: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(45) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ώτιδος, ἡ, Α<br />αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλοιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῶτις</i>, θηλ. της κατάλ. -<i>ώτης</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ώτιδος, ἡ, Α<br />αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλοιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῶτις</i>, θηλ. της κατάλ. -<i>ώτης</i> (<b>πρβλ.</b> [[πατριῶτις]], [[στρατιῶτις]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:12, 8 May 2023
Greek Monolingual
-ώτιδος, ἡ, Α
αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + κατάλ. -ῶτις, θηλ. της κατάλ. -ώτης (πρβλ. πατριῶτις, στρατιῶτις)].