φευγάτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ήδη φύγει, που έχει αναχωρήσει ή που απουσιάζει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] [[φευγάτος]]»<br />(με ειρωνική σημ.) ζει [[εκτός]] πραγματικότητας, ζει στον κόσμο του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γεμ</i>-<i>άτος</i>, <i>χορτ</i>-<i>άτος</i>)].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ήδη φύγει, που έχει αναχωρήσει ή που απουσιάζει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] [[φευγάτος]]»<br />(με ειρωνική σημ.) ζει [[εκτός]] πραγματικότητας, ζει στον κόσμο του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γεμάτος]], [[χορτάτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει ήδη φύγει, που έχει αναχωρήσει ή που απουσιάζει
2. φρ. «είναι φευγάτος»
(με ειρωνική σημ.) ζει εκτός πραγματικότητας, ζει στον κόσμο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -άτος (πρβλ. γεμάτος, χορτάτος)].