οξυμέριμνος: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξυμέριμνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έτυχε [[μεγάλης]] φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέριμνα]] ( | |mltxt=[[ὀξυμέριμνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έτυχε [[μεγάλης]] φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέριμνα]] ([[πρβλ]]. [[πολυμέριμνος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 8 May 2023
Greek Monolingual
ὀξυμέριμνος, -ον (Α)
αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + μέριμνα (πρβλ. πολυμέριμνος)].