οκτάρουρος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκτάρουρος]] και ὀκτώρουρος, -ον (Α)<br />ο [[ενοικιαστής]] ή ο [[κάτοχος]] [[οκτώ]] αρουρών, δηλ. αγρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἄρουρα]] «καλλιεργήσιμη γη, [[χωράφι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>δεκ</i>-<i>άρουρος</i>)].
|mltxt=[[ὀκτάρουρος]] και ὀκτώρουρος, -ον (Α)<br />ο [[ενοικιαστής]] ή ο [[κάτοχος]] [[οκτώ]] αρουρών, δηλ. αγρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἄρουρα]] «καλλιεργήσιμη γη, [[χωράφι]]» ([[πρβλ]]. [[δεκάρουρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:48, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀκτάρουρος και ὀκτώρουρος, -ον (Α)
ο ενοικιαστής ή ο κάτοχος οκτώ αρουρών, δηλ. αγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ἄρουρα «καλλιεργήσιμη γη, χωράφι» (πρβλ. δεκάρουρος)].