προβατόσχημος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(34) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[σχήμα]], [[μορφή]] ή, γενικά, [[παρουσιαστικό]] προβάτου<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[ήσυχος]], [[πράος]], [[μειλίχιος]] σαν [[πρόβατο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]]), | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[σχήμα]], [[μορφή]] ή, γενικά, [[παρουσιαστικό]] προβάτου<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[ήσυχος]], [[πράος]], [[μειλίχιος]] σαν [[πρόβατο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]]), [[πρβλ]]. [[δελφινόσχημος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 10 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτόσχημος: -ον, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ἢ τὴν μορφὴν προβάτου, ὁ προβατόσχημος λύκος ἐγγίσας τῇ κλίνῃ Δούκ. Ἱστ. Βυζαντ. σ. 170C, κτλ., πρβλ. Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ζ΄, 15.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει σχήμα, μορφή ή, γενικά, παρουσιαστικό προβάτου
μσν.
μτφ. αυτός που είναι ήσυχος, πράος, μειλίχιος σαν πρόβατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δελφινόσχημος].