πρωτόθετος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(35) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πρωτόθετος]], -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> (για τον Αδάμ) αυτός που δημιουργήθηκε [[πρώτος]], ο [[πρωτόπλαστος]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που πλάστηκε [[πρώτος]], ο [[αρχικός]] («[[λέξις]] ἤ [[ῥῆμα]] [[πρωτόθετον]]», <b>Ευστ.</b> Πον.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πρωτόθετος]] [[αριθμός]]»<br /><b>ναυτ.</b> ο [[πρώτος]] [[αριθμός]] που έχει πάρει ένα πολεμικό [[πλοίο]] από τη [[ναυπήγηση]] και τον εξοπλισμό του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωτοθέτως</i> Μ<br />με πρωτόθετο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θετός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), | |mltxt=-η, -ο / [[πρωτόθετος]], -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> (για τον Αδάμ) αυτός που δημιουργήθηκε [[πρώτος]], ο [[πρωτόπλαστος]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που πλάστηκε [[πρώτος]], ο [[αρχικός]] («[[λέξις]] ἤ [[ῥῆμα]] [[πρωτόθετον]]», <b>Ευστ.</b> Πον.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πρωτόθετος]] [[αριθμός]]»<br /><b>ναυτ.</b> ο [[πρώτος]] [[αριθμός]] που έχει πάρει ένα πολεμικό [[πλοίο]] από τη [[ναυπήγηση]] και τον εξοπλισμό του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωτοθέτως</i> Μ<br />με πρωτόθετο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θετός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), [[πρβλ]]. [[ομοιόθετος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 10 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόθετος: -ον, ὁ πρῶτος πλασθείς, δημιουργηθείς, ἐπὶ τοῦ Ἀδάμ, Εὐστ. Πονημάτ. 264, 73· λέξις ἢ ῥῆμα πρ., πρωτότυπος λέξις, αὐτόθι 315. 60, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 40. 90.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρωτόθετος, -ον, ΝΜ
1. (για τον Αδάμ) αυτός που δημιουργήθηκε πρώτος, ο πρωτόπλαστος
2. γραμμ. αυτός που πλάστηκε πρώτος, ο αρχικός («λέξις ἤ ῥῆμα πρωτόθετον», Ευστ. Πον.)
νεοελλ.
φρ. «πρωτόθετος αριθμός»
ναυτ. ο πρώτος αριθμός που έχει πάρει ένα πολεμικό πλοίο από τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό του.
επίρρ...
πρωτοθέτως Μ
με πρωτόθετο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + θετός (< τίθημι), πρβλ. ομοιόθετος].