λατινόφρων: Difference between revisions
From LSJ
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (Μ [[λατινόφρων]], -ον)<br />αυτός που ασπάζεται τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λατῖνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. [[ | |mltxt=-ον (Μ [[λατινόφρων]], -ον)<br />αυτός που ασπάζεται τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λατῖνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. [[κακόφρων]], [[κοινόφρων]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 10 May 2023
Greek Monolingual
-ον (Μ λατινόφρων, -ον)
αυτός που ασπάζεται τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατῖνος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κακόφρων, κοινόφρων).