κακόφρων
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
κακόφρον, gen. ονος, (φρήν)
A ill-minded, malignant, πραπίδων καρπός Pi.Fr.211, cf. E.Heracl.372 (lyr.), Supp.744; κ. (μέριμνα)A.Ag.100(anap.): in late Prose, Porph. Abst.2.7.
II imprudent, heedless, S.Ant.1104, E.Or.824 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1305] ον, übelgesinnt, böswillig; πραπίδων καρπός Pind. frg. 230; ὦ κακόφρων ἄναξ Eur. Heracl. 373; μέριμνα, die Seele betrübend, Aesch. Ag. 100; – unverständig, töricht, Or. 822; Soph. Ant. 1091.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 insensé;
2 qui trouble l'esprit.
Étymologie: κακός, φρήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόφρων -ον, gen. -ονος [κακός, φρήν] kwaadaardig:; ὦ κακόφρων ἄναξ kwaadaardige heerser! Eur. Hcld. 373; uitbr.: (μερίμνη) ἣ... κακόφρων τελέθει (de zorg) die ons vult met onrustbarende gedachten Aeschl. Ag. 100. onnadenkend, dwaas:. κακοφρόνων τ’ ἀνδρῶν παράνοια idioterie van dwaze lieden Eur. Or. 824.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόφρων: 2, gen. ονος
1 злонамеренный, враждебный (πραπίδων καρπός Pind. ap. Plut.; ἄναξ Eur.);
2 безрассудный, неразумный (ἀνήρ Eur.; Κάδμου λαός Eur.);
3 омрачающий ум, удручающий (μέριμνα Aesch.).
English (Slater)
κᾰκόφρων malevolent κακόφρονά τ' ἄμφανεν πραπίδων καρπόν fr. 211.
Greek Monolingual
κακόφρων, -ον (AM)
1. αυτός που έχει κακό φρόνημα, κακές διαθέσεις, ο δυσμενὴς («κακόφρων μέριμνα», Αισχύλ.)
2. άφρων, απερίσκεπτος («κακόφρων τ' ἀνδρῶν παράνοια», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ηδύφρων, πιστόφρων].
Greek Monotonic
κᾰκόφρων: -ον (φρήν),·
I. αυτός που έχει κακές διαθέσεις, δυσμενής, εχθρικός, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. άφρονας, απερίσκεπτος, απρόσεκτος, σε Σοφ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κακόφρων: -ον, (φρὴν) κακὸν ἔχων φρόνημα, κακὰ φρονῶν, δυσμενής, ἐχθρικός, Πινδ. Ἀποσπ. 230, Εὐρ. Ἡρακλ. 372, Ἱκέτ. 744. κακόφρων μέριμνα Αἰσχύλ. Ἀγ. 100. ΙΙ. ἄφρων, ἀπερίσκεπτος, Σοφ. Ἀντ. 1104, Εὐρ. Ὀρ. 824.
Middle Liddell
φρήν
I. ill-minded, malicious, malignant, Aesch., Eur.
II. imprudent, thoughtless, heedless, Soph., Eur.