ισόχορδος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόχορδος]], -ον)<br />αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), [[πρβλ]]. [[βαρύχορδος]], [[ολιγόχορδος]] | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόχορδος]], -ον)<br />αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), [[πρβλ]]. [[βαρύχορδος]], [[ολιγόχορδος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 10 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰσόχορδος, -ον)
αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύχορδος, ολιγόχορδος].