επονείδιστος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπονείδιστος]], -ον)<br />[[άξιος]] να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, [[ατιμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ονειδιστός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ονειδίζω]]).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπονείδιστος]], -ον)<br />[[άξιος]] να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, [[ατιμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ονειδιστός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ονειδίζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπονείδιστος, -ον)
άξιος να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, ατιμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + ονειδιστός (< ονειδίζω].