πειραχτήριο: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
(31) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και πειραχτήρι και πειρακτήριο και [[πειρακτήρι]]<br />([[ιδίως]] για [[παιδιά]] ή νεαρούς) αυτός που του αρέσει να πειράζει τους άλλους, που αισθάνεται [[ευχαρίστηση]] να τους εμπαίζει, να αστειεύεται [[μαζί]] τους, να τους ενοχλεί με περιπαικτικά [[λόγια]] ή χειρονομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πειράζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i>(<i>ν</i>) / -<i>τήρι</i> ( | |mltxt=και πειραχτήρι και πειρακτήριο και [[πειρακτήρι]]<br />([[ιδίως]] για [[παιδιά]] ή νεαρούς) αυτός που του αρέσει να πειράζει τους άλλους, που αισθάνεται [[ευχαρίστηση]] να τους εμπαίζει, να αστειεύεται [[μαζί]] τους, να τους ενοχλεί με περιπαικτικά [[λόγια]] ή χειρονομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πειράζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i>(<i>ν</i>) / -<i>τήρι</i> ([[πρβλ]]. [[τρυπητήρι]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:05, 11 May 2023
Greek Monolingual
και πειραχτήρι και πειρακτήριο και πειρακτήρι
(ιδίως για παιδιά ή νεαρούς) αυτός που του αρέσει να πειράζει τους άλλους, που αισθάνεται ευχαρίστηση να τους εμπαίζει, να αστειεύεται μαζί τους, να τους ενοχλεί με περιπαικτικά λόγια ή χειρονομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειράζω + επίθημα -τήριο(ν) / -τήρι (πρβλ. τρυπητήρι)].