ριξιά: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> το να ρίχνει [[κανείς]] [[κάτι]], [[βολή]] («τον πέτυχε με την πρώτη [[ριξιά]]»)<br /><b>2.</b> η [[ποσότητα]] γόμωσης πυροβόλου όπλου («μια [[ριξιά]] [[μπαρούτι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ριξ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>ριξ</i>-<i>α</i> του [[ρίχνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. <i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>περπατησ</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> το να ρίχνει [[κανείς]] [[κάτι]], [[βολή]] («τον πέτυχε με την πρώτη [[ριξιά]]»)<br /><b>2.</b> η [[ποσότητα]] γόμωσης πυροβόλου όπλου («μια [[ριξιά]] [[μπαρούτι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ριξ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>ριξ</i>-<i>α</i> του [[ρίχνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. <i>ιά</i> ([[πρβλ]]. [[περπατησιά]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:08, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να ρίχνει κανείς κάτι, βολή («τον πέτυχε με την πρώτη ριξιά»)
2. η ποσότητα γόμωσης πυροβόλου όπλου («μια ριξιά μπαρούτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριξ- του αορ. έ-ριξ-α του ρίχνω + κατάλ. ιά (πρβλ. περπατησιά)].